- υφίημι
- και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι]1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.)4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω από τη μητέρα για να θηλάσουν5. στέλνω κάποιον σε έναν τόπο κρυφά για ιδιοτελή σκοπό ή σχεδιάζω μηχανορραφίες χωρίς να γίνομαι αντιληπτός («ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανορράφον, δόλιον ἀγύρτην», Σοφ.)6. μετριάζω, κατευνάζω («ὑφιέναι τὸ ἄγαν τινός», Πλούτ.)7. (αμτβ.) α) παραιτούμαι από κάτι («Κῡρος... ὑπεὶς τῆς ὀργῆς ἔφη oἱ πείθεσθαι», Ηρόδ.)β) υποχωρώ(«ἐπεὶ τοίνυν οὐδέν ὑπιέντες ἔχειν τὸ πᾱν ἐθέλετε», Ηρόδ.)8. μτφ. παραδίδω («κεῑται δ' ἄσιτος, σῶμ' ὑφεῑσ' ἀλγηδόσι», Ευρ.)9. (μέσ. και παθ.) ὑφίεμαια) (για μητέρα) θηλάζωβ) καλύπτω, προστατεύω («οὓς ὑπὸ πτεροῑς σῴζω νεοσσοὺς ὄρνις ὣς ὑφειμένη», Ευρ.)γ) εισχωρώ χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, τρυπώνω («σύ δ', ἣ κατ' οἴκους ὡς ἔχιδν' ὑφειμένη λήθουσά μ' ἐξέπινες», Σοφ.)δ) είμαι κατώτερος·ε) (για πράγμ.) ελαττώνομαι («ἀποκλινομένης δὲ τῆς ἡμερης ὑπίεται τοῡ ψυχροῡ [τὸ ὕδωρ]», Ηρόδ.)στ) (για πρόσ.) υποτάσσομαι σε κάποιον-10. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑφείμενος, -ένη, -ονα) χαλαρωμένος, άτονοςβ) (με απρμφ.) πρόθυμος, έτοιμος για κάτι11. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑφείμενονμείωση, ελάττωση12. φρ. «ὑφειμένα χρώματα» — αμυδρά, αχνά χρώματα (Στέφ. Αθ.).
Dictionary of Greek. 2013.